- επτά
- και εφτά (AM ἑπτά)(απόλ. αριθμ.)1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ γραφῇ ἀδιόριστου πλήθους ἐστί σημαντικός», Ιωάνν. Χρυσ.γ. «...καὶ γὰρ τὸ ‘στεῑρα ἔτεκεν ἑπτά’, τὸ πολλά φησιν ἡ γραφήὥστε οὐκ ἀριθμῷ συνέκλεισε τὴν ἄφεσιν», Ιωάνν. Χρυσ.δ. «ὁ γὰρ ἑπτὰ ἀριθμὸς τοῡ πλήθους δηλωτικόςἐν ἑπτὰ γὰρ ἡμέραις ἅπας χρόνος ἀνακυκλεῑται», Θεοδώρ.)νεοελλ.φρ.1. «παραγγελία στο εφτά» — στο τραπέζι με τον αριθμό εφτά, στο δωμάτιο ξενοδοχείου, στον θάλαμο νοσοκομείου με τον αριθμό εφτά κ.λπ.2. «στις εφτά» — στην έβδομη ώρα, στις 7.003. «εφτά σπαθί», «εφτά μπαστούνι» κ.λπ.το χαρτί τής τράπουλας με εφτά όμοια σχήματααρχ.-μσν.χρησιμοποιείται για να δηλώσει πληρότητα ή ολοκλήρωση (α. «ἑπτά με φωνήεντα θεὸν μέγαν ἄφθιτον αἰνεῑ γράμματα», Ευσ.β. «τῆς δὲ τοῡ ἑπτά τιμῆς πολλὰ μὲν τὰ μαρτύρια, ὡς ἑπτὰ μὲν ὀνομαζόμενα τίμια πνεύματα, τάς γάρ ἐνεργείας τοῡ πνεύματος, πνεύματα φίλον τῷ Ήσαΐᾳ καλεῑν», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.φρ.1. «τά ἑπτά θεάματα» — τα επτά θαύματα τού αρχαίου κόσμου2. «oἱ ἑπτά σοφισταί», οἱ ἑπτάοι επτά σοφοί τής αρχαίας Ελλάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < hεπτά < ΙE *septm «επτά» (πρβλ. αρχ. ινδ. sapta, λατ. septem, αρμ. ewťn, αγγλ. seven, γερμ. sieben). To νεοελλ. εφτά, από τροπή τού συμφων. συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτωχός-φτωχός), χρησιμοποιείται συχνά ως α’ συνθετικό (εφτά-) με επιτατική σημασία (πρβλ. εφτάψυχος). Στον ίδιο ΙΕ τ. *septm ανάγεται και το τακτικό αριθμητικό έβδομος (δωρ. έβδεμος) < *sebd-mos (πρβλ. αρχ. σλαβ. sedmŭ), με ανάπτυξη τού -ο-, < *septm-os, με τροπή τών άηχων -πτ- στα αντίστοιχα ηχηρά -βδ-. Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. έβδομος < *έβδαμος, το -ο- αναλογικά προς το *οκτοFoς (βλ. οκτώ), < *έπταμος < *εβδμᾱ-κοντ- που ανάγεται στον ΙΕ τ. septm-kont-. Στον Όμηρο απαντά τ. εβδόματος, που είναι προϊόν αναλογίας προς το δέκατος*. Το παράγωγο εβδομάς (νεοελλ. (ε)βδομάδα) τού τ. έβδομος είναι αρχαιότερος τ. από τη λ. επτάς, ενώ το σύνθετο εβδομήκοντα εμφανίζει ως α’ συνθετικό το θ. τού τακτικού αριθμητικού έβδομ-ος (πρβλ. ογδο-ήκοντα) και ως β’ συνθετικό το -ηκοντα (πρβλ. ενεν-ήκοντα). Ο δωρ. τ. εβδεμήκοντα προήλθε από αφομοίωση και αναλογικά προς αυτόν ερμηνεύεται και ο τ. έβδεμος. Το νεοελλ. εβδομήντα < αρχ. εβδομήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα).ΠΑΡ. επτάδα, επτακόσιοιαρχ.επταδεύω, επταίος, επτακάτιοι, επτάκις, επταπλούς, έπταχα, επταχῄ, επταχώςμσν.επτάινεοελλ.επταδικός, επτάρι, εφτακόσια, εφτάρα, εφτάρι.ΣΥΝΘ. επτάβουλος, επταγράμματος, επτάγωνος, επταδάκτυλος, επτάδραχμος, επτάδυμος, επταετής, επταετία, επταήμερος, επτάκωλος, επτάλοφος, επταμελής, επταμερής, επτάμηνος, επτάπηχυς, επταπλάσιος, επτάπλευρος, επτάπυλος, επτάπυργος, επτάσημος, επτάτευχος, επτάτονος, επτάφυλλος, επτάφωνος, επτάφωτος, επτάχορδος, επτάχρονοςαρχ.επτάγλωσσος, επτάδουλος, επτάειδος, επτάζωνος, επτάθεος, επτακαίδεκα, επτάκαυλος, επτακέφαλος, επτάκλινος, επτακότυλος, επτάκτις, επτάκτυπος, επτάλοβος, επτάλογχος, επτάλυχνος, επτάμετρος, επταμήκης, επταμήτωρ, επτάμιτος, επταμοιρία, επταμόριος, επτάμορφος, επτάμυχος, επτάνομος, επταπάλαιστος, επταπέλεθρος, επτάπηγος, επταπλανής, επταπόδης, επτάπολις, επτάπορος, επτάπους, επτάπυρος, επτάρρους, επτάστερος, επτάστολος, επτάστομος, επτάστροφος, επτατάλαντος, επτατειχής, επτάτοκος, επταφανής, επταφάρμακον, επταφεγγής, επτάφθογγος, επτάχαλκον, επτάχουςαρχ.-μσν.επτάδελφος, επτάκλων, επτάκυκλος, επτάριθμοςμσν.επτάβιβλος, επτάδρομος, επταέξ, επτακόρυμβος, επτάπαις, επτάπληγος, επτασήμαντοςμσν.- νεοελλ.επτάσκαλο, επταστάδιος, επτάστυλος, επτάτομοςνεοελλ.επτάδωρος, επτάεδρος, επτάζυμος, επταθύλακος, επταμηνία, επταώροφος, επτάστιχος, επτάτοξος, εφτάγ(ε)ιανος, εφτάγερος, εφτάδιπλος, εφτάδυμος, εφταήμερο, εφταΐδιος, εφτακάθαρος, εφτακακομοίρης, εφτάκαλος, εφτάκοιλος, εφτάλοφος, εφτάμερος, εφταμηνίτης, εφτάνευρο, εφταπάρθενος, εφτάπατος, εφτάπορτος, εφτάστερος, εφτάστομος, εφτασφράγιστος, εφτατόμαρος, εφτάφωτος, εφτάχορδος, εφτάχρωμος, εφτάψηλος, εφτάψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.